- τραϊτούρος
- ο, Ν(στον Ερωτόκρ.)1. προδότης2. αυτός που επιβουλεύεται τους άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traditore «προδότης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραϊτουριά — και τραϊτοριά, η, Ν [τραϊτούρος] (στον Ερωτόκρ.) 1. προδοσία 2. επιβουλή, δόλος … Dictionary of Greek